σκορ — το (λ. αγγλ.), άκλ., ο αριθμός των βαθμών κάθε παίκτη ή ομάδας σ’ έναν αγώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμουφλάρω — και καμουφλαρίζω 1. παραλλάσσω την εξωτερική εμφάνιση ενός χώρου ή αντικειμένου για απόκρυψή του από τον εχθρό, παραλλάσσω 2. μεταμφιέζω, αποκρύπτω, μεταμορφώνω εξωτερικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camoufl er + κατάλ. άρω (πρβλ. σκορ άρω, φιγουρ άρω)] … Dictionary of Greek
μαρσάρω — (σχετικά με αυτοκίνητο) πατώ απότομα και επίμονα γκάζι, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. march er «προχωρώ, βαδίζω» + κατάλ. άρω (πρβλ. καμουφλάρω, σκορ άρω)] … Dictionary of Greek
σκοράρω — Ν [σκορ] σημειώνω βαθμούς, πόντους ή τέρματα σε αθλητική συνάντηση … Dictionary of Greek
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek
δευτερώνω — δευτέρωσα, δευτερώθηκα, δευτερωμένος 1. μτβ., επαναλαμβάνω μια ενέργεια για δεύτερη φορά, ξανακάνω: Το σκορ δευτερώθηκε από τον επιθετικό παίχτη. 2. αμτβ., επαναλαμβάνομαι, γίνομαι ξανά με τον ίδιο τρόπο: Το κακό, σχεδόν πάντα, δευτερώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοφάριση — η επίτευξη ίδιου σκορ, εξίσωση: Στο δεύτερο ημιχρόνιο πέτυχαν την ισοφάριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… … Proto-Indo-European etymological dictionary