σκορ

σκορ
το, Ν
άκλ.
1. ο αριθμός τών βαθμών, πόντων ή τερμάτων που σημειώνει ένας παίκτης ή μια ομάδα σε αθλητική συνάντηση
2. (κατ' επέκτ.) το αποτέλεσμα σε βαθμούς ή σε τέρματα μιας αγωνιστικής προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. score].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκορ — το (λ. αγγλ.), άκλ., ο αριθμός των βαθμών κάθε παίκτη ή ομάδας σ’ έναν αγώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμουφλάρω — και καμουφλαρίζω 1. παραλλάσσω την εξωτερική εμφάνιση ενός χώρου ή αντικειμένου για απόκρυψή του από τον εχθρό, παραλλάσσω 2. μεταμφιέζω, αποκρύπτω, μεταμορφώνω εξωτερικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camoufl er + κατάλ. άρω (πρβλ. σκορ άρω, φιγουρ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • μαρσάρω — (σχετικά με αυτοκίνητο) πατώ απότομα και επίμονα γκάζι, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. march er «προχωρώ, βαδίζω» + κατάλ. άρω (πρβλ. καμουφλάρω, σκορ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • σκοράρω — Ν [σκορ] σημειώνω βαθμούς, πόντους ή τέρματα σε αθλητική συνάντηση …   Dictionary of Greek

  • σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… …   Dictionary of Greek

  • δευτερώνω — δευτέρωσα, δευτερώθηκα, δευτερωμένος 1. μτβ., επαναλαμβάνω μια ενέργεια για δεύτερη φορά, ξανακάνω: Το σκορ δευτερώθηκε από τον επιθετικό παίχτη. 2. αμτβ., επαναλαμβάνομαι, γίνομαι ξανά με τον ίδιο τρόπο: Το κακό, σχεδόν πάντα, δευτερώνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοφάριση — η επίτευξη ίδιου σκορ, εξίσωση: Στο δεύτερο ημιχρόνιο πέτυχαν την ισοφάριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • (s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- —     (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”